φασάτος

φασάτος
-η, -ο, Ν
1. (για ένδυμα) αυτός που έχει φάσες
2. (για πρόβατο) αυτός τού οποίου τα πλάγια τού προσώπου του είναι μαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσα + κατάλ. -άτος (πρβλ. σταρ-άτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φασάτος — η, ο 1. αυτός που έχει φάσες (βλ. λ.) διάφορων χρωμάτων: Φασάτο παλτό. 2. (για πρόβατα), αυτό που έχει μαύρα τα πλάγια του προσώπου: Σφάξαμε το φασάτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”